κατήγορος

κατήγορος
ο, η
αυτός που διατυπώνει κατηγορία, μηνυτής: Στην υπόθεση αυτή είναι κατήγορος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατήγορος — accuser masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήγορος — ο (AM κατήγορος) 1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος …   Dictionary of Greek

  • κατήγορον — κατήγορος accuser masc/fem acc sg κατήγορος accuser neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγόροις — κατήγορος accuser masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγόρου — κατήγορος accuser masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγόρους — κατήγορος accuser masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγόρων — κατήγορος accuser masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγόρῳ — κατήγορος accuser masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήγορα — κατήγορος accuser neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήγορε — κατήγορος accuser masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”